- παίνεμα
- το, -ατοςτο εγκώμιο, η καύχηση: Καλημέρα της λες και αρχίζει τα παινέματα για τα παιδιά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παίνεμα — το, ή παινεμός, ο [παινεύω] έπαινος, εγκώμιο … Dictionary of Greek
επαίνεμα — και παίνεμα, το (Μ ἐπαίνεμα και παίνεμα) επαινετικός λόγος, έπαινος βλ. και παίνεμα … Dictionary of Greek
αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… … Dictionary of Greek
παινεσιά — και παινεψιά, η [παινεύω] παίνεμα … Dictionary of Greek